ΥΠΟΜΝΗΜΑ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Κατά την εθιμοτυπική συνάντηση μεταξύ της ηγεσίας του Αρείου Πάγου (Προέδρου και Εισαγγελέως) και του διοικητικού συμβουλίου της Ενώσεως, που έλαβε χώρα την 18η Σεπτεμβρίου 2013, διεξήχθη σε ειλικρινές και εγκάρδιο κλίμα εποικοδομητικός διάλογος επί θεμάτων που απασχολούν τους λειτουργούς της Θέμιδας.

Σε συνέχεια όσων αναπτύχθηκαν προφορικά κατά τη συζήτηση ανταποκρινόμενοι στην παρότρυνσή Σας, υποβάλλουμε το παρόν υπόμνημα για ζητήματα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.

Α. Διαδικαστικά – πρακτικά ζητήματα

1. Παρατηρείται ότι ιδίως στα πινάκια του Τριμελούς Εφετείου Κακ/μάτων, αλλά και του Πενταμελούς Εφετείου ο αριθμός των υποθέσεων συχνά υπερβαίνει τις 30. Ο αριθμός αυτός είναι εξαιρετικά μεγάλος, δεδομένου ότι συνήθως κατά τις δύο διαθέσιμες συνεδριάσεις εκδικάζονται το πολύ από δέκα με δεκαπέντε υποθέσεις μέσης δυσκολίας. Η υπερφόρτωση των πινακίων με πληθώρα υποθέσεων, που είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι δεν πρόκειται να εκδικαστούν, προκαλεί άσκοπη ταλαιπωρία των παραγόντων της δίκης, αλλά και των μαρτύρων και δυσμενή σχόλια για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ενόψει των ανωτέρω επιβάλλεται ο αριθμός των προσδιοριζομένων ανά δικάσιμο υποθέσεων να καθορίζεται κάθε φορά με γνώμονα τις πραγματικές δυνατότητες εκδικάσεως των υποθέσεων λαμβανομένων υπόψη της δυσκολίας της κάθε υπόθεσης, του αριθμού των κατηγορουμένων και των μαρτύρων κατηγορίας καθώς και την τυχόν ύπαρξη αντιδικίας με την παρουσία πολιτικής αγωγής.

2. Περαιτέρω, κατά την ως άνω προκαταρκτική αξιολόγηση του βαθμού δυσκολίας κάθε υπόθεσης από τον Εισαγγελέα Εφετών θα ήταν ευχερές να εντοπίζονται οι υποθέσεις, στις οποίες ο κατηγορούμενος έχει κατά την προδικασία συνομολογήσει τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την βάση της κατηγορίας και η υπεράσπισή του περιορίζεται στην άρνηση της συνδρομής επιβαρυντικών περιστάσεων, στην επίκληση ελαφρυντικών κ.α.τ. την ενοχή του. Αυτές οι “συνομολογημένες” υποθέσεις κατατάσσονται σήμερα μαζί με άλλες στα πινάκια με αποκλειστικό κριτήριο το χρόνο τέλεσης με συνέπεια να απωθούνται από παλαιότερες υποθέσεις και να παραμένουν επί μακρόν αδίκαστες. Θα ήταν αντιθέτως σκόπιμο αυτές οι “ομολογημένες” πράξεις να αποχωρίζονται από τις υπόλοιπες και να διοχετεύονται σε μεγάλους όγκους σε αυτοτελή πινάκια. Ο διαχωρισμός των “ομολογημένων” πράξεων εξορθολογίζει και επιταχύνει σημαντικά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, μπορεί δε να λειτουργήσει επί του παρόντος ως ένα άτυπο πρακτικό υποκατάστατο του μη προβλεπόμενου θεσμού του plea bargaining. Σε τέτοιες υποθέσεις (ιδίως κλοπές, ληστείες, ναρκωτικά κ.λπ.) θα ήταν μάλιστα δυνατόν να παραλείπεται η κλήτευση όλων των παθόντων, οι οποίοι συνήθως ταλαιπωρούνται ασκόπως χωρίς η μαρτυρία τους να συμβάλει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

3. Ένα τρίτο πρακτικό και άμεσης εφαρμογής μέτρο θα ήταν να προκαθορίζεται ήδη κατά τον προσδιορισμό της αρχικής δικασίμου στα Τριμελή και Πενταμελή Εφετεία Κακουργημάτων ποιά θα είναι η επόμενη μετά διακοπή δικάσιμος (δεδομένου ότι οι γραμματείς και τα μέλη των συνθέσεων ξέρουν από πριν τις ημερομηνίες που έχουν υπηρεσία ή άλλες υποχρεώσεις, καθώς και τη διαθεσιμότητα των αιθουσών). Το μέτρο αυτό θα εξυπηρετούσε τον προγραμματισμό των υποχρεώσεων όλων των παραγόντων της δίκης.

Β. Θεσμικά προβλήματα

1. Παρατηρείται τα τελευταία έτη με ανησυχητική συχνότητα το φαινόμενο λειτουργοί της Δικαιοσύνης που χειρίζονται υποθέσεις με μεγάλο κοινωνικό ή/και πολιτικό αντίκτυπο να (αυτο)προβάλλονται στα ΜΜΕ, ονομαστικά και ενίοτε να πληροφορούν τους δημοσιογράφους για την πορεία και τα ευρήματα της ανακριτικής έρευνας.

2. Επίσης σε τέτοιου είδους υποθέσεις παρατηρείται συχνά ότι δικαιοδοτικές κρίσεις διανθίζονται με ανεπίτρεπτες αναφορές στην υπάρχουσα κοινωνικοοικονομική κατάσταση, με την οποία επιχειρείται να διασυνδεθεί η εκάστοτε κρινόμενη συμπεριφορά. Η υποταγή των δικαιοδοτικών κρίσεων σε δημοσιονομικές ή άλλες σκοπιμότητες, αλλά και η άκριτη υιοθέτηση σκέψεων, που διατυπώνονται στον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο, είναι πολλαπλώς επιζήμια: Υποκαθιστά την απαιτούμενη από τον ΚΠΔ και το Σύνταγμα αιτιολόγηση της στοιχειοθέτησης της εκάστοτε υπό κρίση εγκληματικής συμπεριφοράς και καθιστά τον δικαστή εκφραστή όχι του νόμου, αλλά του λεγομένου “περί δικαίου αισθήματος”, το οποίο, δεν αποτελεί έννοια της δημοκρατικής-φιλελεύθερης έννομης τάξης. Είναι γνωστό, αντιθέτως, ότι το “υγιές περί δικαίου αίσθημα του λαού” αναγορεύτηκε σε κορυφαία κατηγορία της έννομης τάξης του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώς στη Γερμανία προκειμένου αποδομηθούν οι εγγυήσεις της φιλελεύθερης έννομης τάξης.

3. Συναφές με τα ανωτέρω είναι το πρόβλημα της άσκησης πληθωρικών (διογκωμένων) ποινικών διώξεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από επιλογή της βαρύτερης παραλλαγής του διωκόμενου κάθε φορά εγκλήματος και τον εμπλουτισμό της κατηγορίας με όσο το δυνατόν περισσότερα εγκλήματα. Τέτοιες πληθωρικές διώξεις πρέπει να αποφεύγονται, διότι αφενός επιβαρύνουν ασκόπως το διερευνητικό έργο των ανακριτικών και δικαστικών αρχών και αφετέρου δημιουργούν φρούδες προσδοκίες στην κοινή γνώμη, η οποία αποδίδει τη μεταγενέστερη συρρίκνωση της κατηγορίας στις ορθές διαστάσεις της σε συγκαλυπτική διάθεση των παραγόντων απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.