Πορίσματα 4ου Συνεδρίου
06-11-2006Θεσσαλονίκη, 3-5 Νοεμβρίου 2006
1. Το ξέπλυμα χρήματος που προέρχεται από εγκληματικές πράξεις και μάλιστα από την δράση εγκληματικών οργανώσεων, πλήττει τις βάσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Οι διαστάσεις που έχει λάβει το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος διεθνώς, επιβάλλουν την συστηματική συνεργασία των κρατών και την λήψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπισή του. Στο πλαίσιο αυτό δικαιολογείται η ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου στο διεθνές και στο εθνικό επίπεδο, η εισαγωγή νέων θεσμών και οργάνων και η βελτίωση του συστήματος δίωξης και εκδίκασης των συναφών εγκλημάτων.
2. Οι πρωτοβουλίες αυτές, από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να θίγουν το φιλελεύθερο-δικαιοκρατικό κεκτημένο και τις εγγυήσεις υπέρ των πολιτών. Η συρρίκνωση ή η κατάργηση βασικών αξιών του νομικού μας πολιτισμού εν ονόματι μιας πιο καθαρής κοινωνίας θα προκαλούσε πολύ βαθύτερη και μονιμότερη βλάβη στις βάσεις της οργανωμένης κοινωνικής ζωής από ό,τι το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
3. Τα μέτρα που προωθούνται την τελευταία δεκαετία στο ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο υπό την σημαία της καταπολέμησης του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, έχουν μονομερή αστυνομικό-διωκτικό προσανατολισμό και οδηγούν στην διάβρωση εγγυήσεων και δικαιωμάτων που θεωρούνται αυτονόητα στις φιλελεύθερες-δημοκρατικές κοινωνίες. Τα μέτρα αυτά εισάγονται με ταχύτητα στις εθνικές νομοθεσίες, χωρίς να παρέχεται η ευχέρεια διαμόρφωσης και προσαρμογής τους στις παραδόσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας.
4. Με τον Ν. 3424/2005 ο νομοθέτης μας επιχείρησε την προσαρμογή της νομοθεσίας προς τις επιταγές της Δεύτερης Κοινοτικής Οδηγίας και τον εν γένει εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου. Η κριτική ερμηνευτική προσέγγιση του νομοθετήματος αυτού αποκαλύπτει εν τούτοις ότι ο νομοθέτης απέτυχε στους στόχους του. Πρόκειται για νομοθέτημα χαμηλής νομοτεχνικής ποιότητας που πάσχει από έλλειψη εσωτερικής συνοχής και αξιολογικής συνέπειας.
Οι κυριότερες αδυναμίες του νέου νόμου είναι (ενδεικτικώς) οι εξής:
α) Χαώδης διεύρυνση της έννοιας της εγκληματικής δραστηριότητας με την αποσύνδεσή της από το οργανωμένο έγκλημα και την ένταξη του συνόλου σχεδόν των εγκλημάτων.
β) Απουσία ποιοτικών χαρακτηριστικών των προβλεπόμενων εγκλημάτων ξεπλύματος που να δικαιολογούν τις προβλεπόμενες κυρώσεις γι αυτά.
γ) Ασυμβατότητα με κλασικές αρχές της ποινικής δογματικής, όπως η μη τιμώρηση της αυτοϋπόθαλψης, η υποδεέστερη απαξία των βοηθητικών πράξεων εν σχέσει προς την κυρία πράξη.
δ) Δρακόντειες κύριες και παρεπόμενες ποινές (ιδίως η δήμευση) που παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας σε ορισμένες δε περιπτώσεις και την αρχή «ουδεμία ποινή άνευ ενοχής».
5. Πέραν όμως των αδυναμιών αυτών, το ευρύτερα ανησυχητικό χαρακτηριστικό του πρόσφατου νομοθετήματος είναι η κάμψη θεμελιωδών εγγυήσεων του δικαιικού μας συστήματος και η ανατροπή βασικών όρων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης, όπως η προστασία σφαιρών απορρήτου και η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών. Ευρύτατες κατηγορίες λειτουργών και επαγγελματιών επιστρατεύονται από το κράτος για να διαδραματίσουν ρόλο άμισθου πληροφοριοδότη και βοηθητικού διωκτικού οργάνου, απειλούμενοι με ποινική τιμωρία αν δεν συμμορφωθούν προς τις νέες υποχρεώσεις τους.
Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερα προβληματικές είναι οι ρυθμίσεις για τους δικηγόρους. Η υποχρέωση του δικηγόρου να αναγγέλλει «ύποπτες συναλλαγές» του εντολέα του, ανατρέπει το θεμέλιο του δικηγορικού λειτουργήματος που είναι η εχεμύθεια και η επ αυτής οικοδομούμενη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ εντολέα και δικηγόρου. Σημαντικές είναι εδώ οι σχετικές πρωτοβουλίες του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και της Ολομελείας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδας πριν και μετά την ψήφιση του Ν. 3424/2005, με τις οποίες αφ ενός μεν επισημάνθηκε η ασυμβατότητα των νέων ρυθμίσεων με θεμελιώδεις δικαιοκρατικές και δημοκρατικές αρχές, αφ ετέρου δε περιορίστηκαν οι αρνητικές συνέπειες των νέων ρυθμίσεων.
6. Σοβαρά ζητήματα εγείρει εξ άλλου η ίδρυση και η δράση νέων υπέρ-οργάνων υβριδικής μορφής και αμφιλεγόμενης νομιμοποίησης, όπως είναι σε διεθνές επίπεδο η FATF και σε εθνικό επίπεδο το OFAC (HΠA), τα οποία υπαγορεύουν σε κράτη και ιδιωτικούς φορείς τρόπους δράσης και μορφές συνεργασίας με την απειλή εξοντωτικών οικονομικά «κυρώσεων» σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους. Σε αντιρρήσεις είναι εκτεθειμένες και οι ειδικές εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, όπως παρ ημίν η «Ανεξάρτητη Αρχή» του άρθρου 7, οι οποίες συγκεντρώνουν αρμοδιότητες πρόληψης, εντοπισμού, δίωξης και ανάκρισης «ύποπτων συναλλαγών» και εξοπλίζονται με εξουσίες δραστικής εισβολής σε δικαιώματα ανίδεων και απροστάτευτων ιδιωτών. 7. Τα προηγούμενα καθιστούν φανερή την επείγουσα ανάγκη αναθεώρησης και εκλογίκευσης της νομοθεσίας για το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος με σκοπό: α) τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής της ειδικής νομοθεσίας στις γνήσιες και επικίνδυνες μορφές οργανωμένου ξεπλύματος βρώμικου χρήματος που προέρχεται από την δράση εγκληματικών οργανώσεων β) την σαφή περιγραφή των στοιχείων των οικείων εγκληματικών πράξεων γ) την εναρμόνιση με κλασικές δογματικές αρχές και κατηγορίες του δικαιικού μας συστήματος δ) την πρόβλεψη ανάλογων ποινών και τον περιορισμό των μέτρων που θίγουν αμέτοχους τρίτους ε) τον περιορισμό των εξουσιών και την ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου των ειδικών αρχών για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος ε) την προστασία του πυρήνα του δικηγορικού απορρήτου στ) την αποκατάσταση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των πολιτών ως βασικού όρου της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης σε μια κοινωνία ελεύθερων πολιτών. Μία καθαρή από βρώμικο χρήμα κοινωνία η οποία θα έχει παύσει να είναι ελεύθερη, δεν μπορεί να αποτελεί όραμα αλλά μόνον εφιάλτη του μέλλοντος.
Πληροφορίες
Γραμματεία:Ώρες λειτουργίας:
Υπεύθυνη γραμματείας:
Αρ. Λογαριασμού της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων:
Εμμανουήλ Μπενάκη 24, 106 78 Αθήνα ή στο τηλέφωνο 210 3820125