Η Javascript πρέπει να είναι ενεργοποιημένη για να συνεχίσετε!

Η (μη) ακρόαση των διαδίκων στην ποινική προδικασία

06-10-2004

Aγαπητοί φίλοι
Η πρώτη εκδήλωση της ΄Ενωσης στο νέο δικαστικό έτος θα γίνει σε συνεργασία με τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών την Δευτέρα, 25 Οκτωβρίου 2004 και ώρα 19:00 στην αίθουσα διαλέξεων του ΔΣΑ (Ακαδημίας 60) με θέμα: «Η (μη) ακρόαση των διαδίκων στην ποινική προδικασία».

Εισηγητές θα είναι η κ. ΄Ολγα Τσόλκα, Δικηγόρος, Λέκτορας Παντείου Πανεπιστημίου, και ο κ. Κωνσταντίνος Χρυσικόπουλος, Δικηγόρος. Την συζήτηση θα διευθύνουν οι κ. Δημήτριος Παξινός και Χριστόφορος Αργυρόπουλος .

Είναι γνωστό ότι η ακρόαση των διαδίκων στην ποινική προδικασία πάσχει. Οι ρυθμίσεις του ΚΠΔ στο θέμα αυτό δεν είναι πάντοτε επιτυχείς και δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης. Η ερμηνευτική προσαρμογή τους εξ άλλου στις απαιτήσεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ είναι βραδεία και προσκρούει σε παγιωμένες μη φιλικές προς το δικαίωμα ακροάσεως αντιλήψεις.

Η ακρόαση των διαδίκων στην ποινική προδικασία δυσχεραίνεται περαιτέρω από το ενίοτε αρνητικό κλίμα στις υπηρεσίες των εισαγγελιών και των δικαστηρίων αλλά και από την έλλειψη συναδελφικότητας και αλληλεγγύης.

Ορισμένα παραδείγματα:

1) Μετά την γενίκευση της προκαταρκτικής εξέτασης με τον Ν. 3160/2003, ο «ύποπτος», όπως και ο μηνυτής, δεν λαμβάνουν γνώση των εγγράφων της δικογραφίας, με αποτέλεσμα τα εκατέρωθεν επιχειρήματα να ανταλλάσσονται «στα τυφλά», χωρίς δηλαδή να γνωρίζει το ένα μέρος τι υποστηρίζει και τι αποδείξεις επικαλείται το άλλο. Ο εισαγγελέας καλείται μετά ταύτα να αξιολογήσει τον τυφλό αυτόν «διάλογο» των διαδίκων και να αποφασίσει για την τύχη της υποθέσεως. Στις περιπτώσεις που η μήνυση τίθεται στο αρχείο, ο μηνυτής δικαιούται μεν να ασκήσει προσφυγή στον Εισαγγελέα Εφετών αλλ’ όχι και να λάβει αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας και καλείται έτσι να επιχειρηματολογήσει για μια υπόθεση το αποδεικτικό υλικό της οποίας -πλην εκείνου που ο ίδιος εισεκόμισε- αγνοεί.


2) Στην νομολογία επικρατεί η άποψη ότι το δικαίωμα των διαδίκων να λάβουν γνώση του περιεχομένου της προτάσεως του εισαγγελέα, εφ’ όσον το ζητήσουν, αφορά μόνον τις προτάσεις επί της κατηγορίας και όχι τις παρεμπίπτουσες, έστω και αν αυτές έχουν ως αντικείμενο σπουδαία ζητήματα, όπως η συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως, η άρση της κατασχέσεως περιουσιακών στοιχείων κ.λπ. .

Οι διάδικοι καλούνται έτσι να «αντικρούσουν» εισαγγελικές προτάσεις των οποίων το περιεχόμενο αγνοούν, κατά πλήρη παραβίαση των αρχών της ισηγορίας και της κατ’ αντιδικίαν διεξαγωγής της διαδικασίας. Αλλά και αυτό το δικαίωμα λήψεως γνώσεως της εισαγγελικής προτάσεως επί της κατηγορίας συρρικνώνεται διαρκώς με την επικράτηση εχθρικών προς την ακρόαση απόψεων στην νομολογία, όπως π.χ. ότι το σχετικό αίτημα δεν αρκεί να υποβληθεί με το (απολογητικό) υπόμνημα ή με την δήλωση περί ασκήσεως ενδίκου μέσου αλλ’ απαιτείται η υποβολή αυτοτελούς αιτήσεως. Η εντύπωση που δημιουργεί στους διαδίκους αυτή η αντιμετώπιση είναι ότι η ακρόασή τους δεν θεωρείται αναγκαίο συστατικό μιας δίκαιης διαδικασίας αλλά μάλλον οχληρό αναγκαίο κακό που πρέπει να περιοριστεί στο ελάχιστο.

3) Η νομολογία έχει σχεδόν εξουδετερώσει το δικαίωμα της αυτοπρόσωπης εμφανίσεως των διαδίκων στα δικαστικά συμβούλια με την μονότονα επαναλαμβανόμενη αιτιολογία, ότι οι διάδικοι έχουν αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις τους με τα υπομνήματά τους. Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις που το κείμενο των βουλευμάτων δεν πείθει ότι οι απόψεις αυτές λήφθηκαν σοβαρά υπόψη και αξιολογήθηκαν δεόντως.

4) Στην πολιτική δίκη οι διάδικοι λαμβάνουν πάντοτε γνώση των δικογράφων που κατατίθενται εκατέρωθεν, ώστε να μπορούν να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία και να αντικρούσουν πειστικά τα προβαλλόμενα επιχειρήματα. Στην ποινική προδικασία, αντιθέτως, ο κατηγορούμενος δεν ενημερώνεται όταν ο πολιτικώς ενάγων καταθέτει υπόμνημα ή/και νέα έγγραφα προς τον εισαγγελέα ή το δικαστικό συμβούλιο και αντιστρόφως.

5) Μετά την προανάκριση και την χρέωση της δικογραφίας σε εισαγγελέα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον διάδικο να λάβει αντίγραφα από την δικογραφία. Συνήθως του υποδεικνύεται να αναμένει μέχρι να επιστρέψει την δικογραφία ο εισαγγελέας, ως εάν οι απόψεις του για την υπόθεση ήσαν αδιάφορες για τον εισαγγελέα.

6) Στον ΄Αρειο Πάγο δεν είναι ευχερής η λήψη αντιγράφων της δικογραφίας (προβάλλεται το επιχείρημα ότι αφού πρόκειται για αναιρετική διαδικασία αρκεί μόνον το αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως), ακόμη και όταν ο μέλλων να παραστεί στον ΄Αρειο Πάγο δικηγόρος είναι άλλος από εκείνον που παρέστη στο δικαστήριο της ουσίας. Δυσκολίες επίσης συναντά η πρόσβαση στα σημειώματα (με νομολογία κ.λπ.) που παραδίδουν οι εισαγγελείς της έδρας κατά την συζήτηση των αναιρέσεων στο ακροατήριο.

Αυτά και πολλά άλλα προβλήματα στην ακρόαση των διαδίκων που γνωρίζετε από την εμπειρία σας, σας καλούμε να συζητήσουμε στις 25 Οκτωβρίου 2004 και ώρα 7 μμ στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών με σκοπό την άμεση διατύπωση προτάσεων για την βελτίωση της σημερινής καταστάσεως και την υποβολή τους προς τους αρμόδιους φορείς.

Για το Διοικητικό Συμβούλιο

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Χριστόφορος Αργυρόπουλος
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηλίας Αναγνωστόπουλος

Πληροφορίες

Γραμματεία: Εμμανουήλ Μπενάκη 24
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη και Πέμπτη 14:30 – 17:00
Υπεύθυνη γραμματείας: Γεωργία Λαβαζού
Αρ. Λογαριασμού της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων:
Alpha Bank : GR1201401030103002320004750
Κατάστημα Βενιζέλου – Ελευθερίου Βενιζέλου 14


Επικοινωνία

Διεύθυνση: Εμμανουήλ Μπενάκη 24
T.K.: 106 78 Αθήνα, Ελλάδα
Email: hcba@hcba.gr
Κινητό: 6944506619
Τηλέφωνο: 210 3820125
Fax: 210 3820112


Για γενικές πληροφορίες σχετικά με την Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων απευθύνετε την αλληλογραφία σας στην παρακάτω διεύθυνση:
Εμμανουήλ Μπενάκη 24, 106 78 Αθήνα ή στο τηλέφωνο 210 3820125